πολύλημμα

πολύλημμα
το, -ατος
(λογ.), συνδυασμός υποθετικού και διαζευτικού συλλογισμού με περισσότερα από δυο λήμματα (εκδοχές) που έχει πειστική δύναμη ως επιχείρημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύλημμα — το, Ν συλλογισμός που αποτελείται από πολλά λήμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λήμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”